Ο ΤΑΡΑΝΔΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ  (Γενήσαρλη Χρύσα, Ε1, 2010-2011)

 

Η ιστορία μας αρχίζει μια εβδομάδα πριν τα Χριστούγεννα, στο Λονδίνο. Χιόνι πέφτει παντού. Όλα τα σπίτια είναι στολισμένα, περιμένοντας τη μεγάλη ημέρα. Στα μπαλκόνια φώτα, ψεύτικοι Άγιοι Βασίληδες και όποιο άλλο στολίδι βάζει ο νους.

Όμως υπάρχει ένα σπίτι που διαφέρει από τα υπόλοιπα. Δεν έχει ούτε φώτα, ούτε και κανένα άλλο στολίδι. Είναι το σπίτι μιας πλούσιας οικογένειας που αποτελείται από τρία άτομα: τη μητέρα Γιάννα, τον πατέρα Παντελή και την κόρη τους Ιζαμπέλα. Οι γονείς δεν πιστεύουν ούτε στα Χριστούγεννα, ούτε στον Άγιο Βασίλη. Η μικρή Ιζαμπέλα όμως έχει πολλή μεγάλη πίστη. Κάθε Χριστούγεννα, μπορεί οι γονείς της να μη στόλιζαν δέντρο, αυτή όμως γέμιζε το δωμάτιό της από φωτάκια και κεριά έως μικρά χριστουγεννιάτικα δέντρα σε τραπεζάκια!

Την ίδια μέρα, στο Βόρειο Πόλο, ο Άγιος Βασίλης κάθεται σπίτι του και φτιάχνει παιχνίδια για τα παιδιά. Κάποια στιγμή κουράστηκε και αποφάσισε να ξεκουραστεί. Πρώτα πήγε να δει του τάρανδούς του και να τους δέσει. Οι τάρανδοι του Άγιου Βασίλη είναι πέντε… «Πράνσερ, Ντάνσερ, Κιούταντ, Ντοννέρ… Πού είναι ο Ρούντολφ;», μέτρησε ο Άγιος Βασίλης τους τάρανδους. «Δεν ξέρουμε», του είπαν αυτοί που μπορούσαν να μιλήσουν. Ο Άγιος τρόμαξε πολύ! Πήρε τους τέσσερεις τάρανδούς του, τους έδεσε στο έλκηθρό του και άρχισε να πετάει πάνω από το Βόρειο Πόλο, και να αναζητά το Ρούντολφ.

Σε μερικές ώρες, γύρισε πίσω εξαντλημένος. Δεν είχε βρει το Ρούντολφ και φοβόταν πολύ γι’ αυτόν. «Πού να έχει πάει;», αναρωτήθηκε από μέσα του. «Θα συνεχίσουμε αύριο!», φώναξε δυνατά και πήγε να κοιμηθεί.

Ας γυρίσουμε όμως πίσω σ’ εκείνο το σπίτι. Η μικρή Ιζαμπέλα πήγε να μιλήσει στο μπαμπά της: «Μπαμπά, βαρέθηκα να μη στολίζουμε ποτέ τα Χριστούγεννα! Όλη η γειτονιά στολίζει! Εμείς είμαστε οι μοναδικοί που δεν το κάνουμε!». «Κοίταξε, άμα σου αρέσουν τόσο πολύ τα Χριστούγεννα πήγαινε μια βόλτα να θαυμάσεις όλα αυτά τα φώτα!», είπε ο μπαμπάς. «Εντάξει, πάω!», απάντησε χαρούμενη η Ιζαμπέλα κι έτρεξε να φορέσει το παλτό της.

Έξω έκανε πολύ κρύο. Η Ιζαμπέλα έτρεχε χαρούμενη στο χιόνι, πετούσε παντού χιονόμπαλες κι έφτιαχνε χιονάνθρωπους! Στο τέλος, την παρέσυραν τα φώτα και απομακρύνθηκε από το σπίτι της. Κάποια στιγμή το κατάλαβε και σταμάτησε! Φοβήθηκε όταν κατάλαβε ότι είχε απομακρυνθεί. Και τότε, άκουσε μια φωνή από το πουθενά: «Τι έχεις, κοριτσάκι;» τη ρώτησε. Η Ιζαμπέλα κοίταξε παντού, αλλά κανένας! «Τι έχεις, κοριτσάκι;», την ξαναρώτησε η μυστηριώδης φωνή. Η Ιζαμπέλα κοίταξε πάνω και… τι να δει! Ένας τάρανδος με κόκκινη μύτη, πετούσε! Από την τρομάρα της, έπεσε κάτω!

-          Δεν πρέπει να με φοβάσαι. Είμαι φίλος!

-          Εεε…σύυυυ… είσαι ο Ρούντολφ;

-          Ναι, είμαι ο Τάρανδος του Άγιου Βασίλη! Κι εσύ, ποια είσαι;

-          Είμαι η Ιζαμπέλα, απάντησε η Ιζαμπέλα που δε φοβόταν πια! Δε θα ‘πρεπε να’ σαι με τον Άγιο Βασίλη;

-          Ναι, αλλά βαρέθηκα να είμαι συνέχεια εκεί! Θέλω να εξερευνήσω τη γή μόνος μου!

-          Εντάξει, τότε! Θέλεις να γίνουμε φίλοι;

-          Φυσικά! Λοιπόν, θα κάνουμε πολύ ωραία πράγματα, μαζί! Θέλεις τώρα να σε πάω μια βόλτα, πετώντας;

-          Βέβαια! Θα είναι υπέροχα!

 

Έτσι, η Ιζαμπέλα ανέβηκε στην πλάτη του τάρανδου και αυτός άρχισε να την πετάει πάνω από την πόλη. Στο τέλος, επέστρεψαν στο σημείο απ’ όπου ξεκίνησαν!

-          Να σου εξομολογηθώ κάτι; Είπε η Ιζαμπέλα.

-          Ναι.

-          Οι γονείς μου δε στολίζουν ποτέ το σπίτι μας τα Χριστούγεννα. Δεν πιστεύουν σ’ αυτά, ούτε στον Άγιο Βασίλη!

-          Αυτό είναι τρομερό! Μήπως δεν πιστεύεις κι εσύ;

-          Φυσικά και όχι! Πιστεύω στα Χριστούγεννα και στολίζω κάθε χρόνο το δωμάτιό μου με στολίδια!

-          Α, ωραία! Ανακουφίστηκα!

-          Θα τα πούμε αύριο, λοιπόν. Μήπως τώρα μπορείς να με πας στο σπίτι μου, γιατί χάθηκα;

-          Ναι, ακολούθησέ, με! Θα σε πάω μέχρι το σημείο που θα είμαι ασφαλής, για να μη με δουν άλλοι, της είπε και προχώρησε σιγά-σιγά.

 

Σε λίγο, έφτασαν στη γειτονιά της Ιζαμπέλας. Αποχαιρετίστηκαν και ο Ρούντολφ έφυγε. Προτού φύγει όμως, φώναξε στο κορίτσι: «Τα λέμε αύριο, στο ίδιο σημείο». Η Ιζαμπέλα γύρισε σπίτι της και βρήκε τον μπαμπά της να διαβάζει εφημερίδα.

-          Μπαμπά, μπορώ να πάω αύριο μια βόλτα;

-          Ναι, βέβαια!

-          Ωραία!

 

Η Ιζαμπέλα, πήγε στο δωμάτιό της και κοιμήθηκε.

Το άλλο πρωί, ξύπνησε από ένα χτύπημα στο τζάμι. Ήταν ο Ρούντολφ! Έτρεξε κι άνοιξε το παράθυρο!

-          Τι κάνεις εδώ, τέτοια ώρα;

-          Ήρθα να δω τι κάνεις!

-          Καλά είμαι! Δε φοβάσαι μη σε δει κανείς;

-          Μην ανησυχείς. Είναι ακόμη πρωί. Όλοι κοιμούνται.

-          Μια και ήρθες, θα σου δώσω κάτι να φας. Περίμενε εδώ!

 

Κατέβηκε γρήγορα στην κουζίνα, άνοιξε το κουτί με τα μπισκότα, πήρε έξι και γύρισε πίσω! Έδωσε στο Ρούντολφ τέσσερα από τα μπισκότα.

-          Δύο για τώρα και δύο για αργότερα, του είπε και άρχισε να μασουλάει τα δικά της.

-          Ευχαριστώ. Λοιπόν, τώρα φεύγω! Θα τα πούμε το απόγευμα, είπε κι έφυγε.

 

Η Ιζαμπέλα ξανακοιμήθηκε και ξύπνησε σε τρεις ώρες από τη φωνή της μαμάς της, στον κάτω όροφο.

- Ιζαμπέλα, ξύπνα! Έτοιμο το πρωινό σου!

 

Σηκώθηκε, φόρεσε τις παντόφλες της και κατέβηκε κάτω.

-          Κοιμήθηκες καλά;

-          Ναι, πολύ καλά!

 

Αφού έφαγε το πρωινό της, πήγε στο δωμάτιό της και άρχισε να παίζει με τις χριστουγεννιάτικές κούκλες της.

Το απόγευμα, έβαλε το μπουφάν της, φόρεσε και τις γαλότσες της και έτρεξε στο σημείο που είχε συναντηθεί πρώτη φορά με το Ρούντολφ. Τον βρήκε εκεί, να παίζει με το χιόνι.

-          Γεια!

-          Γεια. Σήμερα ήρθε η μέρα να σε πάρω μαζί μου στο Βόρειο Πόλο!

-          Μαζί σου; Μα οι γονείς μου θα ανησυχήσουν!

-          Δεν τους ειδοποίησες ότι θα έρθουν εδώ;

-          Τους ειδοποίησα!

-          Τότε δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα! Ανέβα!

 

Έσκυψε για να ανεβεί επάνω του η Ιζαμπέλα.

Άρχισε να πετάει. Πετούσαν για ώρες, ώσπου έφτασαν πάνω από το Βόρειο Πόλο. Προσγειώθηκαν δίπλα σε ένα μικρό σπιτάκι.

-          Αυτό είναι το σπίτι του Άγιου Βασίλη, είπε ο Ρούντολφ και χτύπησε την πόρτα με την οπλή του.

 

Η πόρτα άνοιξε και μπροστά τους εμφανίστηκε ο Άγιος Βασίλης!

- Ρούντολφ! Φώναξε δυνατά και αγκάλιασε τον τάρανδό του.

 

Τότε παρατήρησε την Ιζαμπέλα.

-          Ποια είσαι; Τη ρώτησε.

-          Είμαι η Ιζαμπέλα. Χαίρομαι που σας γνωρίζω από κοντά.

-          Τι γλυκό κοριτσάκι που είσαι! Λοιπόν, νομίζω πως ήρθε η ώρα να μοιράσω τα δώρα σε όλα τα παιδιά του κόσμου. Κι εσύ θα με βοηθήσεις!

-          Ωραία!

 

Έδεσαν τους τάρανδους στο έλκηθρο, ανέβηκαν επάνω και ξεκίνησαν!

Πέρασαν πάνω από πάρα πολλές χώρες και σε κάθε σπίτι που συναντούσαν άφηναν κι από ένα δώρο! Στο τέλος, έφτασαν στο Λονδίνο. Άρχισαν κι εκεί να μοιράζουν δώρα από σπίτι σε σπίτι ώσπου έφτασαν και στο σπίτι της Ιζαμπέλας. Εκεί προσγειώθηκαν.

Κατέβηκε πρώτη η Ιζαμπέλα, η οποία χτύπησε την πόρτα. Οι γονείς της άνοιξαν και μόλις είδαν μαζί με την κόρη τους τον Άγιο Βασίλη, κόντεψαν να λιποθυμήσουν! Μόλις συνήλθαν, είπαν με μια φωνή:

-          Άγιε Βασίλη, σ’ ευχαριστούμε που έφερες την κόρη μας, πίσω! Ήμασταν χαζοί που δεν πιστεύαμε σ’ εσένς, τόσο καιρό! Η Ιζαμπέλα είχε δίκιο! Συγγνώμη!

-          Δεν πειράζει! Φαίνεται πως η μικρή σας έδωσε ένα μάθημα! Άλλη φορά θα πρέπει να την ακούτε!

-          Θα την ακούμε και, για άλλη μια φορά, συγγνώμη! Αντίο τώρα, άγιε Βασίλη!

-          Αντίο! Είπε ο άγιος Βασίλης και εξαφανίστηκε μέσα σ’ ένα σωρό πυροτεχνήματα!

 

Από τότε και για κάθε χρόνο η οικογένεια, με τη βοήθεια της μικρής Ιζαμπέλας, γιορτάζει και στολίζει για τα Χριστούγεννα.

 

 

Γενήσαρλη Χρύσα, Ε1 (2010-11)

 

 

Πίσω    Αρχική