Τα τέρατα (Αντωνιάδης Θεοφάνης, Ε1 2010-2011)

 

Κουλουριασμένο σε μια γωνιά, κλείνοντας τα μάτια για να μην το βλέπουν να κλαίει, το αρκουδάκι δεν είδε πως ένα κοριτσάκι είχε μπει στο μαγαζί. Κατάλαβε τι γινόταν μόνο όταν ο μαγαζάτορας το σήκωσε από τη βιτρίνα. Ύστερα άκουσε τη μικρή να ρωτάει:

-          Αρκουδάκι, θέλεις να έρθεις μαζί μου; Θέλω να είσαι πολύ θαρραλέο, επειδή πρέπει να κάνουμε ένα δύσκολο ταξίδι.

 

Το αρκουδάκι, που ονειρευόταν περιπέτειες, έπεσε στην αγκαλιά της μικρής κι έτσι έφυγε για πάντα από το μαγαζί με τα παιχνίδια.

 

Εκεί που προχωρούσαν στο δάσος, το αρκουδάκι με το κοριτσάκι, εντελώς ξαφνικά, άνοιξε η γη και βγήκε ένα τέρας! Το τέρας αυτό είχε τρία κεφάλια και τέσσερα στόματα: τα τρία από αυτά στα τρία του κεφάλια και ένα μεγάλο στην κοιλιά για να καταπίνει γρήγορα.

 

-          Βοήθεια! Βοήθεια! Φώναξε το αρκουδάκι.

-          Μη φωνάζεις, μπορεί να το τρομάξουμε και να μας φάει! Είπε το κοριτσάκι.

 

Τότε τρόμαξε περισσότερο το αρκουδάκι και δεν άκουσε το κοριτσάκι και ξαναφώναξε:

 

-          Βοήθεια! Βοήθεια!

 

Εκείνη τη στιγμή το τέρας τους είδε και τους κυνήγησε μέχρι το τέλος του δάσους. Πριν βγουν από το δάσος, το αρκουδάκι είπε:

 

-          Άμα βγούμε από το δάσος θα έρθει και στην πόλη! Και εκείνη τη στιγμή έριξε ένα σφυρί στο τέρας.

-          Είχες σφυρί μαζί σου και δεν το έριχνες τόση ώρα; Κι άμα μας κυνηγούσε και στην πόλη τι θα γινόταν, εεε; Είπε το κοριτσάκι.

-          Θα κατάστρεφε όλη την πόλη! Είπε το αρκουδάκι.

 

Κι εκείνη τη στιγμή βγήκε η μητέρα του τέρατος. Εκείνη είχε όμως τέσσερα κεφάλια, ακόμη πιο μεγάλα. Και το στόμα στην κοιλιά ήταν δυο φορές μεγαλύτερο!

 

-          Έχεις κανένα πιο μεγάλο σφυρί;

-          Όχι, μόνο κάτι κλωστές για να του ράψουμε τα στόματα!

 

Εκείνη τη στιγμή το κοριτσάκι πήρε στον ώμο της το αρκουδάκι και μπήκαν σε μια σπηλιά όπου το κοριτσάκι είχε φτιάξει ένα σπιτάκι. Όμως το τέρας είχε διαλύσει όλη την πόλη και σχεδόν όλη τη χώρα.

 

-          Έχεις κι εσύ τέτοιο σπίτι και δεν το έλεγες τόση ώρα, εεε; Είπε το αρκουδάκι.

-          Γι’ αυτό σου είπα τι θα γινόταν άμα έμπαινε στην πόλη! Ήταν τόσο μικρό ενώ τώρα βγήκε και η μητέρα του!

 

Είπε νευριασμένο το κοριτσάκι.

-          Εντάξει, εντάξει! Μη φωνάζεις! Πώπω… πώς κάνεις έτσι;

-          Φωνάζω επειδή μείναμε μόνοι! Γι’ αυτό φωνάζω!

-          Μπορούμε να φύγουμε με αεροπλάνο!

-          Σιγά να μην ανέβω εγώ σε αεροπλάνο! Να ανέβεις μόνο σου, αρκουδάκι!

-          Φοβάσαι; Χαχαχαχα!

-          Γιατί, εσύ δε φοβόσουν το τέρας;

-          Είναι φυσιολογικό να φοβάμαι το τέρας αλλά όχι και το αεροπλάνο! Χαχαχα!

 

Τελικά, το αρκουδάκι κάλεσε με ένα ασύρματο το κρυφό του αεροπλάνο, και αφού εξόντωσαν με βόμβες το τέρας και τη μητέρα του, έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα!

 

 

Αντωνιάδης Θεοφάνης, Ε΄1 (2010-11)

 

 

Πίσω   Αρχική