O Μπουρμπουλάκι το λυκάκι και η κακιά Κοκκινοσκουφίτσα. 

(Κατσάνου Λήδα, Ε1 2010-2011)

 

Ο Μπουρμπουλάκι το λυκάκι ήταν ένα μικρό χαριτωμένο λυκάκι, γκρίζο που του άρεσε πολύ η Rock μουσική. Ζούσε με τη μαμά του, την κυρία Παστραφολύκαινα στο κέντρο του δάσους Μαλιμπού μέσα σε μια πολυτελέστατη καλύβα.

Μια μέρα η κυρία Παστραφολύκαινα είπε στο Μπουρμπουλάκι

- Μπουρμπουλάκι, πήγαινε αυτό το καλάθι στη γιαγιά Στραβομούρα.

- Γιατί μαμά;

- Η γιαγιά είναι πολύ άρρωστη. Πρέπει να της πάμε φαγητό για να δυναμώσει.

- Εντάξει μαμά.

- Πρόσεξε όμως! Πολύ επικίνδυνες Κοκκινοσκουφίτσες κυκλοφορούν στο δρόμο και λατρεύουν το γεμιστό λυκάκι με κουκουνάρια και πατατούλες στο φούρνο. Να προσέχεις πολύ!!!

- Εντάξει μαμά! Θα προσέχω!

Ο Μπουρμπουλάκι πήρε το καλάθι και βγήκε έξω χοροπηδώντας. Στο δρόμο μάζευε μανόλιες, μαργαρίτες, γαρίφαλα, τριαντάφυλλα κ.ά. Δεν πρόσεξε όμως μια πεινασμένη Κοκκινοσκουφίτσα που τον ακολουθούσε. Ξέχασε τη συμβουλή της μαμάς του και ανέμελος έτρεχε στο λιβάδι ώσπου τον πλησίασε η κακιά Κοκκινοσκουφίτσα.

- Καλημέρα! είπε ο Μπουρμπουλάκι.

- Καλημέρα επίσης! είπε η Κοκκινοσκουφίτσα. Που πας καλό μου λυκάκι;

- Πάω στη γιαγιά μου τη Στραβομούρα φαγητό γιατί είναι πολύ άρρωστη.

- Που μένει η γιαγιά σου καλό μου παιδί;

- Μένει στο ξέφωτο Κου-μαντζάγκα σε ένα μικρό καλυβάκι με τη γάτα της τη Γκαντεμιά.

-Ώωω! Συνέχισε εσύ παιδί μου να μαζεύεις λουλουδάκια. Εγώ πάω σπίτι μου! Γεια!

Η κακιά Κοκκινοσκουφίτσα συνέχισε το δρόμο προς το σπίτι της γιαγιάς Στραβομούρας. Όταν έφτασε χτύπησε την πόρτα και είπε:

- Γιαγιά, άνοιξε μου. Είμαι το λυκάκι σου, το εγγονάκι σου.

- Πέρασε παιδί μου μέσα! Είπε η γιαγιά Στραβομούρα.

Η Κοκκινοσκουφίτσα άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα στο δωμάτιο. Με γρήγορες κινήσεις καταπίνει τη γιαγιά Στραβομούρα αμάσητη. Αφού τελείωσε το γεύμα της φοράει ένα ζευγάρι ριγέ πιτζάμες, ξαπλώνει στο κρεβάτι και σκεπάζεται.

Σε λίγη ώρα χτυπάει η πόρτα. Τοκ, τοκ. Ο Μπουρμπουλάκι έχει φτάσει και χτυπάει την πόρτα δυνατά, ενώ η Κοκκινοσκουφίτσα τον βρίζει χαμηλόφώνα.

- Γιαγιά Στραβομούρα είσαι μέσα? ρωτάει ο Μπουρμπουλάκι.

- Ναι παιδί μου, πέρασε! λέει η Κοκκινοσκουφίτσα αλλάζοντας τη φωνή της για να μη προδοθεί.

Τότε, μόλις μπήκε ο Μπουρμπουλάκι μέσα στο σπίτι άρχισε τις ερωτήσεις.

- Γιαγιά, γιατί τα μάτια σου είναι τόσο μικρά;

- Απ’ την αρρώστια παιδί μου, μίκρυναν.

- Γιαγιά, γιατί τα αυτιά σου και η μύτη σου είναι τόσο μικρά;

- Γιατί γέρασα παιδί μου, από τα γεράματα είναι.

- Γιαγιά, γιατί το στόμα σου είναι τόσο μικρό;

- Για να σε τρώω λίγο-λίγο και να μην σκάω από το φαΐ! είπε η Κοκκινοσκουφίτσα μοχθηρά και τον τρώει και αυτόν αμάσητο.

Την ίδια ώρα ένας λαγός που ήταν κυνηγός και φίλος της γιαγιάς και ο λαγός, ο φίλος της Αλίκης από τη χώρα των θαυμάτων κάθονταν έξω από το σπίτι της γιαγιάς Στραβομούρας και άκουσαν τις φωνές του Μπουρμπουλάκι και έτρεξαν γρήγορα προς την πόρτα. Ο λαγός απ’ τη χώρα των θαυμάτων σαν πρωταθλητής του Karate που ήταν, έδωσε μια αριστοτεχνική κλωτσιά στην κλειδωμένη πόρτα και την άνοιξε. Ο λαγός κυνηγός έτρεξε μέσα στο σπίτι, πυροβόλησε την Κοκκινοσκουφίτσα στο κεφάλι και με ένα μαχαίρι της άνοιξε την κοιλιά. Γιαγιά και εγγονός βγήκαν έξω χοροπηδώντας, χορεύοντας τραγουδώντας και ευγνωμονώντας τον κυνηγό. Από τότε έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα…!

 

Λήδα Κατσάνου    Ε1΄ (2010-11)

 

 

Πίσω   Αρχική